συντεταγμένων

συντεταγμένων
συντάσσω
put in order together
perf part mp fem gen pl
συντάσσω
put in order together
perf part mp masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συντεταγμένη — η, Ν 1. συν. στον πληθ. οι συντεταγμένες αριθμοί ή ζεύγη αριθμών ή τριάδες ή τετράδες αριθμών με τη βοήθεια τών οποίων καθορίζεται η θέση ενός σημείου ευθείας, επιπέδου, τού χώρου ή τού χρονοχώρου, αντίστοιχα 2. φρ. α) «άξονες συντεταγμένων»… …   Dictionary of Greek

  • γεωμετρία — Η κατά λέξη σημασία του όρου (= μέτρηση της Γης) φανερώνει τις πρώτες αρχές του θεμελιώδους αυτού κλάδου των μαθηματικών. Το περιεχόμενο του όρου στην εξελικτική πορεία του κλάδου μέσα στους αιώνες διευρύνθηκε σε πλάτος και προχωρεί σε όλο και… …   Dictionary of Greek

  • αναλυτική γεωμετρία — Με τον όρο αυτό νοείται το σύνολο των μεθόδων που επιτρέπουν συστηματικά τη μετάφραση γεωμετρικών προβλημάτων σε προβλήματα αναλυτικά και, σε συνέχεια, τη γεωμετρική παράσταση των αποτελεσμάτων, τα οποία προκύπτουν. Ως θεμελιωτές της α.γ.… …   Dictionary of Greek

  • αδράνεια — Η αντίδραση που προβάλλει ένα σώμα σε κάθε μεταβολή της κατάστασής του, είτε από ηρεμία σε κίνηση, είτε από κίνηση σε ηρεμία. Οι συνήθεις εκφράσεις α. ενός σώματος και κίνηση από την α. χρησιμοποιούνται όταν θέλουμε να εκφράσουμε: στην πρώτη… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • αλλαγή — Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης …   Dictionary of Greek

  • αμοιβαιότητα — Αρχή της θεωρίας της σχετικότητας που αναφέρεται στη συμφωνία των παρατηρήσεων που γίνονται από διαφορετικά συστήματα αναφοράς. Η αρχή της α. των παρατηρήσεων αποκλείει τον ορισμό απόλυτης κίνησης και ενός προτιμητέου συστήματος αναφοράς. Για… …   Dictionary of Greek

  • απόσταση — Στον ευκλείδειο χώρο (διάστασης 1, 2 ή 3) α. ενός σημείου Α από άλλο σημείο Β ορίζεται το μήκος του ευθύγραμμου τμήματος ΑΒ. Στο επίπεδο (ευκλείδειος χώρος διάστασης 2) α. ενός σημείου Α από μία ευθεία (ε) ορίζεται η α. του σημείου Α από το ίχνος …   Dictionary of Greek

  • γαλαξίας — (Αστρον.). Υπόλευκη φωτεινή ζώνη η οποία φαίνεται να διαγράφει σε ολόκληρη την ουράνια σφαίρα έναν μεγάλο κύκλο, ορατό στο βόρειο και στο νότιο ημισφαίριο. Αποτελείται από ένα αφάνταστα μεγάλο άθροισμα αστέρων, που στο σύνολό τους προσδίδουν στην …   Dictionary of Greek

  • παραβολοειδής — ές, ΝΑ αυτός που μοιάζει με παραβολή ή αυτός που χρησιμεύει για παραβολή νεοελλ. 1. μαθ. αυτός που μοιάζει με γεωμετρική παραβολή, παραβολικός 2. το ουδ. ως ουσ. το παραβολοειδές μαθ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού παραγόμενη από μία παραβολή που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”